- ορεσιπάθεια
- ηιατρ. ειδική αδιαθεσία που γίνεται αισθητή κατά την ανάβαση σε όρη, οφείλεται στην ένδεια τού αέρα σε οξυγόνο και εκδηλώνεται με σημεία ανοξίας, όπως είναι ο ίλιγγος, η τάση λιποθυμίας, οι οπτικές και ακουστικές διαταραχές και η δυσανάλογη κόπωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. αδενο-πάθεια].
Dictionary of Greek. 2013.